-
1 αερόπλανο
αερόπλανο[ν] τό самолёт;αεριωθούμενο αερόπλανο — реактивный самолёт;
επιβατικό αερόπλανο — пассажирский самолёт;
μεταγωγικό αερόπλανο — транспортный самолёт;
βομβαρδιστικό αερόπλανο — бомбардировщик;
αερόπλανο βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик;
αερόπλανο εφόδου — штурмовик;
ανιχνευτικό αερόπλανο — самолёт-разведчик;
καταδιωχτικό αερόπλανο — истребитель
-
2 αεροπλάνο
τοFlugzeug n -
3 αεροπλάνο
[аэроплано] ουσ. о аэроплан, самолет,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αεροπλάνο
-
4 αεροπλάνο
[аэроплано] ουσ ο аэроплан, самолет. -
5 αεροπλάνο
avion -
6 αεροπλάνο
samolot (m) rzecz. -
7 αεροπλάνο
1) aeroplán2) letadlo3) letoun -
8 αεροπλάνο
aeroplaneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αεροπλάνο
-
9 αεριοωθούμενο(ν)
(αεροπλάνο) τό реактивный самолёт -
10 αεριοωθούμενο(ν)
(αεροπλάνο) τό реактивный самолёт -
11 tayyare
αεροπλάνο -
12 uçak
αεροπλάνο, αεροσκάφος -
13 aeroplán
αεροπλάνο -
14 letoun
αεροπλάνο -
15 aeroplane
αεροπλάνο -
16 самолёт
-а α. αεροπλάνο•реактивный самолёт αεριωθούμενο αεροπλάνο•
разведывательный αναγνωριστικό αεροπλάνο•
учебный самолёт εκπαιδευτικό αεροπλάνο•
пассажирский самолёт επιβατικό αεροπλάνο•
военный самолёт στρατιωτικό αεροπλάνο•
транспортный самолёт μεταγωγικό αεροπλάνο•
двухмоторный самолёт δικινητήριο αεροπλάνο.
-
17 самолет
самолетм τό ἀεροπλάνο[ν]:реактивный \самолет τό ἀεριοωθούμενο ἀεροπλάνο· санитарный \самолет τό ὑγειονομικό ἀεροπλάνο· транспортный \самолет τό μεταγωγικό ἀεροπλάνο· пассажирский \самолет τό ἐπιβατικό ἀεροπλάνο· самолет-снаряд ἡ Ιπτάμενη βόμβα. -
18 крен
(ав., мор.) η κλίση (του σκάφους), ο (δια)τοιχισμόςидти с - ом 5° на левый борт πορεύομαι με - 5° στην αριστερή πλευράпродольный - ο προνευστασμός, το σκα-μπανεύασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крен
-
19 вылетать
вылетать, вылететь αναχωρώ (με αεροπλάνο) απογειώνομαι когда мы вылетаем? πότε αναχωρούμε (или φεύγουμε);* * *= вылететьαναχωρώ ( με αεροπλάνο); απογειώνομαιкогда́ мы вылета́ем? — πότε αναχωρούμε ( или φεύγουμε)
-
20 лайнер
лайнер м το υπερωκεάνιο· воздушный \лайнер το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο* * *мτο υπερωκεάνιοвозду́шный ла́йнер — το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο
См. также в других словарях:
αεροπλάνο — αεροπλάνο, το και αερόπλανο, το πτητική συσκευή βαρύτερη από τον αέρα που προωθείται με κινητήρα: Το αεροπλάνο είναι σήμερα το πιο γρήγορο μεταφορικό μέσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek